κιρσοκήλη

κιρσοκήλη
Κιρσώδης διεύρυνση των σπερματικών φλεβών στο όσχεο. Παρουσιάζεται κυρίως σε άτομα ηλικίας 17-30 ετών. Η εμφάνιση της κ. οφείλεται στην αύξηση της τροφοδότησης των γεννητικών οργάνων με αίμα και στη δύσκολη απαγωγή του. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν οι φλέβες του σπερματικού τόνου συμπιέζονται στον βουβωνικό δακτύλιο από αυξημένη φυσική εργασία ή διαρκή ορθοστασία. Παράγοντες που προδιαθέτουν την εμφάνιση της κ. είναι η γενική εξασθένηση του οργανισμού και των φλεβικών τοιχωμάτων, ασθένειες του αγγειακού συστήματος και διάφορες άλλες. Η κ. μπορεί να είναι ασυμπτωματική ή να εκδηλώνεται με πόνο και με μια αίσθηση βάρους στο όσχεο. Επειδή η παρουσία της διατεταμένης φλέβας στο όσχεο ενδέχεται να προκαλέσει αύξηση της θερμοκρασίας στην περιοχή, λόγω της θερμοκρασίας του αίματος που προέρχεται από το εσωτερικό του σώματος, η κ. ενοχοποιείται σε περιπτώσεις ανδρικής στειρότητας, ότι προκαλεί, λόγω αυξημένης θερμοκρασίας, διαταραχές στη σπερματογένεση του όρχεως που περιβάλλεται από τις πάσχουσες σπερματικές φλέβες. Για τη θεραπεία της επιβάλλεται η χρήση κηλεπιδέσμου ή και χειρουργική επέμβαση. Ορισμένες φορές όμως η κ. αποτελεί το πρώτο σύμπτωμα όγκου του νεφρού.
* * *
η (AM κιρσοκήλη)
κιρσώδης διεύρυνση τής έσω σπερματικής φλέβας και τού φλεβώδους πλέγματος τού σπερματικού τόνου στον άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + κήλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κιρσοκήλη — varicocele fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρσοκηλῶν — κιρσοκήλη varicocele fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρσοκήλην — κιρσοκήλη varicocele fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρσοκήλης — κιρσοκήλη varicocele fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγροκιρσοκήλη — ἡ, Α ιατρ. κιρσοκήλη που συνοδεύεται από συγκέντρωση υγρού στο όσχεο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κιρσοκήλη] …   Dictionary of Greek

  • υδροκιρσοκήλη — η / ὑδροκιρσοκήλη, ΝΑ ιατρ. κιρσοκήλη με υδροκήλη, ανεύρυσμα τών αγγείων τών όρχεων και συλλογή υγρού σε τμήμα τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κιρσοκήλη] …   Dictionary of Greek

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

  • κιρσός — ο (Α κιρσός) μόνιμη παθολογική διεύρυνση μιας φλέβας που εμφανίζεται συχνότερα στα κάτω άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με κίρκος, κρίκος*, λόγω τού σχήματος τών κιρσών, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kir k «στρέφω, κάμπτω» και ο… …   Dictionary of Greek

  • κρισσοκάβων — κρισσοκάβων, ωνος, ὁ (Μ) (για άλογα) αυτός που πάσχει από κιρσοκήλη τών όρχεων …   Dictionary of Greek

  • αζωσπερμία — Η έλλειψη σπερματοζωαρίων στο σπέρμα. Παρατηρείται φυσιολογικά σε άτομα γεροντικής και παιδικής ηλικίας, καθώς και σε περιπτώσεις ανορχιδίας. Α. μπορούν να προκαλέσουν κυρίως ο ευνουχισμός, η κιρσοκήλη, η ορχίτιδα και η σύνθλιψη των σπερματικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”